ακυρολογία

ακυρολογία
Η χρησιμοποίηση λέξεων ή φράσεων που δεν συμβιβάζονται με το περιεχόμενο της σκέψης που πρόκειται να διατυπωθεί, π.χ. ο βρυχηθμός των θηρίων (αντί των λιονταριών). Α., επίσης, είναι η χρησιμοποίηση λέξεων που δεν ταιριάζουν με αυτά που συνήθως λέγονται στην περίσταση, π.χ. καλώ τραπέζι (αντί καλώ φίλους σε τραπέζι), κάνει πολύ θερμοκρασία (αντί κάνει πολύ ζέστη). Τέλος, α. λέγεται και η χρησιμοποίηση μιας άτοπης μεταφορικής φράσης ή λέξης.
* * *
η (Α ἀκυρολογία)
λανθασμένη χρήση μιας λέξης ή φράσης. (Κατά τους αρχαίους γραμματικούς, η ακυρολογία μαζί με τον σολοικισμό και τον βαρβαρισμό αποτελούσε «τὰς τρεῑς κακίας περὶ λόγον»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκυρολογῶ.
ΠΑΡ. νεοελλ. ακυρολογικός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀκυρολογία — ἀκυρολογίᾱ , ἀκυρολογία incorrect phraseology fem nom/voc/acc dual ἀκυρολογίᾱ , ἀκυρολογία incorrect phraseology fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκυρολογίας — ἀκυρολογίᾱς , ἀκυρολογία incorrect phraseology fem acc pl ἀκυρολογίᾱς , ἀκυρολογία incorrect phraseology fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκυρολογίαν — ἀκυρολογίᾱν , ἀκυρολογία incorrect phraseology fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκυρολογίαις — ἀκυρολογία incorrect phraseology fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακυρολογικός — ή, ό [ακυρολογία] αυτός που αναφέρεται στην ακυρολογία …   Dictionary of Greek

  • TOREUMA — apud Martialem, l. 4. Epigr. 39. v. 4. Solus Phidiaci toreuma caeli, Solus Mentoreos habes labores: Latinis vox usitata, de vasculo argenteo caelato, proprie sumitur. Est enim τορἐυειν caelare: quod male quidam confundunt cum τορνἐυειν, tornare… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • ακυρολεξία — η (Μ ἀκυρολεξία) [*ἀκυρολεκτῶ] η ακυρολογία …   Dictionary of Greek

  • ακυρολεξία — η (λάθος το ακυριολεξία), και ακυρολογία, η η χρήση λέξης ή φράσης ακατάλληλης, δηλ. με σημασία διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει: Η ακυρολεξία δείχνει εκφραστική αδυναμία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”