ἀκυρολογία — ἀκυρολογίᾱ , ἀκυρολογία incorrect phraseology fem nom/voc/acc dual ἀκυρολογίᾱ , ἀκυρολογία incorrect phraseology fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκυρολογίας — ἀκυρολογίᾱς , ἀκυρολογία incorrect phraseology fem acc pl ἀκυρολογίᾱς , ἀκυρολογία incorrect phraseology fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκυρολογίαν — ἀκυρολογίᾱν , ἀκυρολογία incorrect phraseology fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκυρολογίαις — ἀκυρολογία incorrect phraseology fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακυρολογικός — ή, ό [ακυρολογία] αυτός που αναφέρεται στην ακυρολογία … Dictionary of Greek
TOREUMA — apud Martialem, l. 4. Epigr. 39. v. 4. Solus Phidiaci toreuma caeli, Solus Mentoreos habes labores: Latinis vox usitata, de vasculo argenteo caelato, proprie sumitur. Est enim τορἐυειν caelare: quod male quidam confundunt cum τορνἐυειν, tornare… … Hofmann J. Lexicon universale
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek
ακυρολεξία — η (Μ ἀκυρολεξία) [*ἀκυρολεκτῶ] η ακυρολογία … Dictionary of Greek
ακυρολεξία — η (λάθος το ακυριολεξία), και ακυρολογία, η η χρήση λέξης ή φράσης ακατάλληλης, δηλ. με σημασία διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει: Η ακυρολεξία δείχνει εκφραστική αδυναμία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)